- ακροαματικότητα
- ητο κατά πόσο παρακολουθεί το κοινό μια εκπομπή σε συνέχειες της τηλεόρασης ή του ραδιόφωνου: Η εκπομπή αυτή φέτος είχε τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.